αγκάς

αγκάς
ἀγκάς επίρρ. (Α)
στην αγκαλιά, αγκαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να προέρχεται από τη δοτ. πληθ. ἀγκάσι (πρβλ. φρασί) τής λ. ἀγκών ή από επίρρ. *ἀγκάσε, με έκθλιψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκάς — into or in the arms indeclform (adverb) ἀγκά̱ς , ἀγκή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγκάς, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Kαταγόταν από τη Χίο. Στρατολόγησε οπλοφόρους, δημιουργώντας έτσι δικό του στρατιωτικό σώμα, με το οποίο πολέμησε εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Κιουταχή κ.ά …   Dictionary of Greek

  • άγκαθεν — ἄγκαθεν επίρρ. (Α) [ἀγκάς] 1. στα χέρια, στην αγκαλιά 2. στηριζόμενος στους αγκώνες …   Dictionary of Greek

  • αγκάζομαι — ἀγκάζομαι (Α) [ἀγκάς] παίρνω στην αγκαλιά μου, σηκώνω αγκαλιάζοντας …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”